Βρέθηκε το λήμμα
μπιρικέτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bereket

  • Αφθονία αγαθών, σοδειά, ευημερία, ευλογία

    • -Είχι πουλύ μαξούλ' φέτους, μπιρικέτ!
Σχετικές λέξεις
μπερεκέτ' (του)
μπερκέτικος (ο)