Βρέθηκε το λήμμα
μπιλαλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. belalı = εριστικός, καυγατζής

  • Αυτός που δημιουργεί μπελάδες (=ενοχλήσεις, στενοχώριες)