Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Μείγμα ασβέστη και τσιμέντου
μτφ. κάτι πολύ σκληρό (π.χ. χώμα, τοίχος, κ.τ.λ.)