Βρέθηκε το λήμμα
μπινιάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Μείγμα ασβέστη και τσιμέντου

  2. μτφ. κάτι πολύ σκληρό (π.χ. χώμα, τοίχος, κ.τ.λ.)