Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bir = ένας + para = παράς (νόμισμα όπως π.χ. «δραχμή»
Σχεδόν τσάμπα