Βρέθηκε το λήμμα
μπιρ παρά

Ετυμολογία: τουρκ. bir = ένας + para = παράς (νόμισμα όπως π.χ. «δραχμή»

  • Σχεδόν τσάμπα

    • -Πήρι τουν αραμπά μπιρ παρά!