Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. maştrapa και maşraba και maşrapa
Γυάλινη κανάτα νερού ή κρασιού