Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. battal = κάτι το άχρηστο, μεγαλύτερο από το συνηθισμένο
Χρησιμοποιείται για άνθρωπο μεγαλόσωμο και άχαρο ή δυσκίνητο