μπακλαβουκόμματου (του)
  • Ρομβοειδές κομμάτι του μπακλαβά

μπακλαφουράν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Σπάσιμο κουκιών

  2. μτφ. η Καθαρά Δευτέρα. Αποβραδίς έβαζαν τα κουκιά να μουσκέψουν και την Καθαρά Δευτέρα τα έπαιρναν μαζί με ελιές και άλλα νηστίσιμα φαγητά στην εξοχή όπου περνούσαν την ημέρα τους

Επίσης:
μπακουτίλις (οι)

Ετυμολογία: βενετ. και ιταλ.

  • Παλιά και φθαρμένα αντικείμενα, παλιατζούρες, ευτελή αντικείμενα

    • -Λιέτι μες' τα χουριά τ'ς Μυτιλήν'ς τσι ξουδεύγ' τ'ς παράδις τ' ν' αγουράζ' μπακουτίλις!
μπακσίς' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bahşış

  • Φιλοδώρημα

Επίσης:
μπάλα (η)
  • Δεμάτι καπνού, τριφυλλιού κ.τ.λ.

μπαλαμαθράτς (οι)
  • Είδος μικρών βατράχων (λέγεται ότι όταν φωνάζουν είναι ένδειξη ότι θα βρέξει)

μπαλαμούτ' (του)
  • Παλαμίδα

μπαλάντζα (η)
  • Μεγάλη ζυγαριά με επίπεδη επιφάνεια.

μπαλάρ (του)
  • Δοκάρι στέγης

μπαλκάμ
  • Περιοχή με μπλεγμένους θάμνους

    • -Γ'αυλή γίντσι μπαλκάμ = γέμισε από θάμνους και δένδρα, έγινε σαν δάσος λόγω έλλειψης περιποίησης.
μπαλντίρια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τα μακριά πόδια

    • -Τα μπαλντίρια τ' ήντας δυο μέτρα του καθένα!
μπαλουκχανάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. balıkhane

  • Ψαράδικο

μπαλτζίκα (η)
  • Σκληρό στρώμα χώματος που συναντάται σε κάποιο βάθος

    • -Γι αλιβριά που ποίτσι εν ήντου κίπουτα!. Μια μπαλτζίκα ήντου = ήταν πολύ σκληρή και δεν τρωγότανε.
μπαλχανάς (ι)
  1. Φόρος από δημοπρασίες ψαριών που γίνονταν στο χωριό (δεκαετία του 1930).

  2. Ομάδα εργατών για τη συγκομιδή αγροτικών προϊόντων (π.χ. ελιές, πατάτες κ.τ.λ.)

μπαμπάδις (οι)

Ετυμολογία: τουρκ. baba

  • Είναι 4 πάσσαλοι - δυο εμπρός και δυο πίσω - για να δένουν τα σκοινιά και τις άγκυρες ενός πλεούμενου

μπαμπακάτους (ι)
  • Κάτασπρος (σαν βαμβάκι), μτφ. πεντακάθαρος.

μπαμπάκους (ι)
  • Ο άσπρος στα μαλλιά σαν το μπαμπάκι (ή ο πολύ ξανθός)

μπάμπαλα (τα)
  • Μικρά ψάρια χωρίς εμπορική αξία

μπαμπάς (ι)
  1. Η κάθετη κολώνα όπου στηρίζεται ή κουπαστή μιας σκάλας

  2. Κάθετο ξύλο στέγης

μπαμπατσιόλα (η)

Ετυμολογία: μσν. Μπαμπάκι < βαμβάκιον, υποκορ. του μσν. Βάμβαξ + ιόλα (κατάλ.)

  • Ματσάκι από νήμα βαμβακερό

μπαμπατσιρό (του)
  • Το βαμβακερό ύφασμα

μπαμπαφτίλα (η)
  • Χνούδι υφάσματος

μπαμπέις (ι)

Ετυμολογία: αλβ.

  • Μπαμπέσης=άπιστος, ύπουλος

μπαμπλούμ
  1. Έξαψη παιδικής αρρώστιας, με εξανθήματα στο σώμα

    • -Μπαμπλούμ γίντσι = έβγαλε πληθώρα εξανθημάτων στο σώμα (από οστρακιά ή άλλη ασθένεια)
  2. Πληθώρα ομοειδών πραγμάτων

    • -Γι αυλή ήντου μπαμπλούμ απού λουλούδια
μπαμπόγιρους (ι)
  • Πολύ γέρος

    • -Ε, ντα πιριμέν'ς να γέν'ς μπαμπόγιρους, άμα είνι καλή η κουπιλούδα ντα φλάγ'ς; = πάρ' την τώρα που είσαι ακόμα νέος!
μπαμπούγια (επίρρ.)
  • Ερημιά, σκοτεινιά

    • -Πέρασα απ' του σουκάτς αλλά ήντου μπαμπούγια!
μπαμπούλους (ι)
  • Λέξη για εκφοβισμό των μικρών παιδιών

    • -Κάτσι καλά μην έρθ' ι μπαμπούλους τσι σ' αρπάξ'!
μπαμπουριά (η)
  • Φήμη, διάδοση

    • -Ήβγι μια μπαμπουριά πως α μπαγέν'ς = Φημολογείται ότι σκοπεύεις να φύγεις.
μπάν'κους (ι)
  • Ερωτικά θελκτικός

    • -Μπάν'κους κώλους!
μπανγκανότα (η)

Ετυμολογία: γαλλ. Banquenote

  • Χάρτινη τουρκική λίρα, τραπεζογραμμάτιο

μπάντα (η)
  • Άκρη, πλευρά, πλάι

    • -Είπι γη Κουζ'νή, μια γκαρτάλα, π' κάντου σκη μπάντα ..

    • -Απ' κ' απάνου μπάντα έλα
μπανταχούσα (η)
  1. Εκκλησιαστική εγκύκλιος (απανταχούσα > πανταχούσα)

  2. μτφ. έγγραφη πληροφορία (ειδοποίηση, ανακοίνωση, επιστολή κ.τ.λ. για οικονομική συνήθως επιβάρυνση του παραλήπτη και γενικότερα δυσάρεστη είδηση.

μπαντζμπάνα
  • Όρος παιδικού παιχνιδιού.

    • -Ντούκου - ντούκου τσι μπαντζμπάνα.
μπαξ
  • Όρος στοιχήματος. Όταν κέρδιζε ο αντίπαλος της πάλης που στοιχημάτιζες εσύ έχανες - μπαξ.

μπαξίς' (του) Βλέπε:
μπαράγκ' (του)
  • Σίδερο που έκλεινε από πίσω την πόρτα (ως ασφάλεια). Βλ. και λ. «κολντιμίρ»

μπαραμπαρίζου
  • Μοιάζω

μπαραντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Βρίσκω μέρος να προφυλαχτώ από τη βροχή, τον αέρα, το χιόνι, γενικά από την κακοκαιρία ή να ξεκουραστώ

    • -Εν είχι πού να μπαραντίσ' ι κατσπουδιάρ'ς
μπαραντουμένους (ι)
  • Κλειδωμένος οικειοθελώς από μέσα (με σίδερο ασφαλείας πίσω από την πόρτα)

μπαραντώνου
  • Ασφαλίζω πόρτα, κλείνοντάς την με ένα σίδερο από πίσω

    • -Μπαράντουσι κη πόρτα = βάλε το σίδερο ασφάλειας πίσω από την πόρτα
μπαρέγια (η)
  • Παρέα, συντροφιά

    • -Καλώστουν σκη μπαρέγια μας!
μπαριά (μια)
  • Άπαξ, μια φορά

    • -Μια μπαριά = μια φορά.

    • -Μια μπαριά είχα πρόβατα στου Καρά Τιπέ
μπάριμ

Ετυμολογία: τουρκ. bari, λαϊκά: barım

  • Τουλάχιστον

    • - Τσι νάνταν μπάριμ μουναχά πείνα, ποιος κ' λουγάριαζι;
μπαρμπέρκου (του)
  • Κουρείο

μπαρμπουνόδιχτου (του)
  • Ειδικό ψιλό δίχτυ για ψάρεμα μπαρμπουνιών

μπαρούτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. barut = πυρίτιδα

  1. μτφ. το φαγητό που «καίει» τη γλώσσα (πολύ ξινό ή με πολλά μπαχαρικά)

  2. μτφ. ο θυμωμένος άνθρωπος

    • -Γίντσι μπαρούτ' = θύμωσε πολύ
μπαρουτάδκου πρόβατου (του)
  • Με αραιές πιτσούλες

μπαρουτιά (η)
  • Φουρνέλο

μπαρστίζου
  • Οργώνω μέχρι την άκρη του χωραφιού (μέχρι του ντουβάρ')

Επίσης:
μπαρχανάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. barhana = ερείπιο

  • Ομάδα εργασίας-σύνολο εργατών ασχολούμενο με αγροτικές δουλειές.

    • - Είδα ένα μπαρχανά να κηρτίζ' καπνό