Ετυμολογία: τουρκ.
shareΣπάσιμο κουκιών
μτφ. η Καθαρά Δευτέρα. Αποβραδίς έβαζαν τα κουκιά να μουσκέψουν και την Καθαρά Δευτέρα τα έπαιρναν μαζί με ελιές και άλλα νηστίσιμα φαγητά στην εξοχή όπου περνούσαν την ημέρα τους
Ετυμολογία: βενετ. και ιταλ.
shareΠαλιά και φθαρμένα αντικείμενα, παλιατζούρες, ευτελή αντικείμενα
Είδος μικρών βατράχων (λέγεται ότι όταν φωνάζουν είναι ένδειξη ότι θα βρέξει)
Περιοχή με μπλεγμένους θάμνους
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΤα μακριά πόδια
Σκληρό στρώμα χώματος που συναντάται σε κάποιο βάθος
Φόρος από δημοπρασίες ψαριών που γίνονταν στο χωριό (δεκαετία του 1930).
Ομάδα εργατών για τη συγκομιδή αγροτικών προϊόντων (π.χ. ελιές, πατάτες κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: τουρκ. baba
shareΕίναι 4 πάσσαλοι - δυο εμπρός και δυο πίσω - για να δένουν τα σκοινιά και τις άγκυρες ενός πλεούμενου
Ετυμολογία: μσν. Μπαμπάκι < βαμβάκιον, υποκορ. του μσν. Βάμβαξ + ιόλα (κατάλ.)
shareΜατσάκι από νήμα βαμβακερό
Έξαψη παιδικής αρρώστιας, με εξανθήματα στο σώμα
Πληθώρα ομοειδών πραγμάτων
Πολύ γέρος
Λέξη για εκφοβισμό των μικρών παιδιών
Φήμη, διάδοση
Άκρη, πλευρά, πλάι
Εκκλησιαστική εγκύκλιος (απανταχούσα > πανταχούσα)
μτφ. έγγραφη πληροφορία (ειδοποίηση, ανακοίνωση, επιστολή κ.τ.λ. για οικονομική συνήθως επιβάρυνση του παραλήπτη και γενικότερα δυσάρεστη είδηση.
Όρος στοιχήματος. Όταν κέρδιζε ο αντίπαλος της πάλης που στοιχημάτιζες εσύ έχανες - μπαξ.
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΒρίσκω μέρος να προφυλαχτώ από τη βροχή, τον αέρα, το χιόνι, γενικά από την κακοκαιρία ή να ξεκουραστώ
Ασφαλίζω πόρτα, κλείνοντάς την με ένα σίδερο από πίσω
Ετυμολογία: τουρκ. bari, λαϊκά: barım
shareΤουλάχιστον
Ετυμολογία: τουρκ. barut = πυρίτιδα
shareμτφ. το φαγητό που «καίει» τη γλώσσα (πολύ ξινό ή με πολλά μπαχαρικά)
μτφ. ο θυμωμένος άνθρωπος
Ετυμολογία: τουρκ. barhana = ερείπιο
shareΟμάδα εργασίας-σύνολο εργατών ασχολούμενο με αγροτικές δουλειές.