Βρέθηκε το λήμμα
μπέμπελη (η)
  1. Ιλαρά

  2. Αφόρητη ζέστη

    • Φρ: «βγάζω τη μπέμπελη» = σκάω από τη ζέστη
Σχετικές λέξεις
μπέρμπελη (η)