Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Τετραπλό μονοκόμματο αγκίστρι, ειδικό για να πιάνει χταπόδια. Το δόλωμα ρίχνεται στον πάτο