Βρέθηκε το λήμμα
μπατάκ'

Ετυμολογία: τουρκ. batak

  1. Βούρκος, βάλτος

  2. Κακοπληρωτής

    • -Μη τ' δίν'ς δαν'κά. Είνι μιγάλου μπατάκ!