Βρέθηκε το λήμμα
μπατάλ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. battal = κάτι το άχρηστο, μεγαλύτερο από το συνηθισμένο

  • Χρησιμοποιείται για άνθρωπο μεγαλόσωμο και άχαρο ή δυσκίνητο

Σχετικές λέξεις
μπατόλια (η)