Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bahçıvan = κηπουρός, περιβολάρης
Ο μανάβης, αυτός που έχει μπαχτσέ