Βρέθηκε το λήμμα
πακ'κώνου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πατώ, συσκευάζω με πίεση για να εξοικονομήσω χώρο βουλιάζω μέσ' τη λάσπη

    • -Πακ'κώνου τα σύκα στου τινικέ
Σχετικές λέξεις
μπατκώνου