Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: εν + πύον + ώνω (κατάλ.) > εμπυώνω > μπγυώνου
Γεμίζω πύον