Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. batakçı
Αυτός που αποφεύγει συστηματικά να πληρώσει τα χρέη του