Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Πατώ, συσκευάζω με πίεση για να εξοικονομήσω χώρο βουλιάζω μέσ' τη λάσπη