Βρέθηκε το λήμμα
μπασιάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ό,τι μένει στο χωράφι ή το δένδρο μετά την κανονική συγκομιδή γεωργικών προϊόντων. Απομεινάρια

    • -Μαζεύγαμι μπασιάκ', κουρούκ' τσι βαλανίδ'