Βρέθηκε το λήμμα
μπουλασίκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bulaşık = λάντζα, άπλυτα πιάτα

  • Δύστροπος στην παρέα και στις συναλλαγές, καυγατζής

    • -Μη του δίν'ς κιμ'σάρκου του χουράφ' στουν Αντών'. Είνι πουλύ μπουλασίκ'ς