Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bölük = μέρος ενός συνόλου, λόχος
Μπουλούκι = ομάδα άτακτων πολεμιστών του 1821, πλήθος ασύντακτων ανθρώπων