Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: πομπή (= πανηγυρική συνοδεία) < πέμπω
Ψεγάδι, κατηγορία, ο μη κολακευτικός λόγος, η κοροϊδία