Βρέθηκε το λήμμα
μπουμπή (ι)

Ετυμολογία: πομπή (= πανηγυρική συνοδεία) < πέμπω

  • Ψεγάδι, κατηγορία, ο μη κολακευτικός λόγος, η κοροϊδία

    • Φρ: Όποιους αφκριέτι, τ'ς μπουμπές τ' ακού (για τους ωτακουστές)