Βρέθηκε το λήμμα
μπούγκλα (η)

Ετυμολογία: μσν. Βούκλα

  1. Κατσαρωμένη τούφα μαλλιών

  2. Κόκκινο σημάδι (ερέθισμα) στο δέρμα (από κουνούπι, αράχνη κ.τ.λ.)

Σχετικές λέξεις
μπούκλα (η)