Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bulgur = βρασμένο και χοντροαλεσμένο στάρι
Πλιγούρι
Ετυμολογία: τουρκ. bulgur