Βρέθηκε το λήμμα
μπουζάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. boza = ποτό από κριθάρι

  • Κατακάθι (λαδιού κ.τ.λ.)

    • -Του λάδ' που πήρα έν ήντου κίπουτα, μπουζάς ήντου.