Βρέθηκε το λήμμα
μπουλ'μές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bölme = θάλαμος

  1. Χώρισμα στο πλοίο ή σε αποθήκη με σακιά από ένα από τα 2 είδη που βρίσκονται στην αποθήκη (π.χ. σίκαλη και κριθάρι)

  2. Μονόβολο βλήμα φτιαγμένο από μολύβι. Συνήθως τον χρησιμοποιούν οι κυνηγοί για μεγάλα κυνήγια.