Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bölme = θάλαμος
Χώρισμα στο πλοίο ή σε αποθήκη με σακιά από ένα από τα 2 είδη που βρίσκονται στην αποθήκη (π.χ. σίκαλη και κριθάρι)
Μονόβολο βλήμα φτιαγμένο από μολύβι. Συνήθως τον χρησιμοποιούν οι κυνηγοί για μεγάλα κυνήγια.