Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ο δρόμος που παίρνει κάποιος τριγυρίζοντας σε κάποιο μέρος. Το αντίθετο της ευθείας οδού.