Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. Μπουκάρω
Μπουκάρω, μπαίνω με ορμή και απροειδοποίητα