Βρέθηκε το λήμμα
μπουλαντίζουμι

Ετυμολογία: τουρκ. bulanmak

  • Ανακατεύομαι από στομαχική διαταραχή, ταράζομαι

    • - Ντα τσι μπουλαντίζισι;