Βρέθηκε το λήμμα
μπουλαντζές (ι)

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. ή γαλλ.

  1. Είδος χτενίσματος (κόμμωση που φουσκώνει τα μαλλιά)

  2. μτφ. Ξυλοδαρμός

    • -Ας κάνου του μπουλαντζές= θα σε δείρω