Ετυμολογία: ιταλ. punta < λατιν. puncta = πνευμονικό κρυολόγημα, άκρη ακρωτρηρίου
shareΚρύωμα, κρυολόγημα
Ετυμολογία: ονοματοποιημένες συλλαβές από τον ήχο μπουρ που ακούγεται κατά το κουβεντολόγι
shareΠολυλογία
Στρίβω, αλλάζω γνώμη, ξεφεύγω
Ξυλουργικό εργαλείο για άνοιγμα τρύπας, το τρυπάνι.
Εργαλείο για αφαίρεση φελλού από μπουκάλι, τιρμπουσόν
Χοντροϋφασμένο πανί από φυτικές ίνες που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μεγάλων αγροτικών σακιών για την αποθήκευση ή μεταφορά δημητριακών κ.τ.λ.
μτφ. φτηνός, τιποτένιος άνθρωπος
Ετυμολογία: μσν. μποδουκλώνομαι < μπεδικλώνομαι, πεδικλώνομαι
shareΜπερδεύομαι, σκοντάφτω και πέφτω
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΚρουνός, βρύση, ποτιστήρι
Εξωμότης χριστιανός
μτφ. δειλός, ανίκανος, ξευτιλισμένος, ανόητος
Μουρμουρίζω, πολυλογώ, γκρινιάζω
Μουρμούρισμα, γκρίνια, πολυλογία
Ετυμολογία: τουρκ. bostancı
shareΑυτός που έβαζε μποστάνια
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΣτενό μέρος, γωνιά
Κατσουφιασμένος, συννεφιασμένος.
Παπούτσια (μποτάκια) που φτάνουν λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Άρβυλα επίσημα-εορταστικά
Το ανέβασμα του βρακιού από μπρος, για να μπορούν ο άνδρας ή η γυναίκα να κινούνται ελεύθερα και γρηγορότερα
Ετυμολογία: σλαβ. butsa (= εξόγκωμα) ή αρχ. πόσθη (= το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο (= κεφαλή) του πέους > πούτσα
shareΠέος
Άρνηση σε κάτι που μας ζητάνε
Κοιτάζω κρυφά και διστακτικά, μισοκρυμμένος πίσω από κάτι.