Βρέθηκε το λήμμα
μπούγιου (του)

Ετυμολογία: ιταλ.

  1. Όγκος μεγάλος

  2. μτφ. μεγάλη εντύπωση

    • -Έκανι μπούγιου! = μεγάλη εντύπωση