Ετυμολογία: τουρκ.
shareΑνομβρία, ξηρασία, κακοχρονιά για τους αγρότες
Το υπερεξέχον τμήμα του προυργιού πουδοστάματος απ' όπου προσδένουν τη βάρκα
Φόρος που πλήρωναν οι Έλληνες στους τούρκους για αποκτηθέντα εισοδήματα (κοινώς φόρος εισοδήματος).
Ετυμολογία: τουρκ. horasan
shareΕίδος συνδετικού κονιάματος (υλικά: ασβέστης, άμμος, τρίχα κατσίκας και κεραμίδι ψιλοκοπανισμένο)
Ξυλουργικό πριόνι το οποίο χειρίζονταν 2 άτομα και έσχιζαν τα σανίδια (τάβλες).
Ετυμολογία: μσν. κορδίζω < ιταλ. corda < λατιν. chorda & corda < ελλ . χορδή
shareΠειράζω, με τα λόγια μου ερεθίζω κάποιον, με σκοπό να διασκεδάσω από την αντίδρασή του
Καμαρώνω, υπερηφανεύομαι περισσότερο του δέοντος
Γίνομαι αντικείμενο «δουλέματος» απ' τους άλλους
Το διακοσμητικό ζωνάρι που βρίσκεται ολόγυρα στο πλεούμενο, πάνω από τις «μπάντις» και κάτω από της κουπαστής (βλ. λ.) το παραπέττο (βλ. λ.)
Ετυμολογία: τουρκ. Kürküt = θειάφι
shareΧοντραλεσμένο σιτάρι για την παρασκευή του τραχανού
Σα να γεμίζει το μυαλό μου κουρκούτι δηλ. αποβλακώνομαι
Ετυμολογία: τουρκ. gurbet = ξενιτιά
shareΚακουχία, ταλαιπωρία
Ετυμολογία: τουρκ. kuru = ξηρό, στεγνό
shareΑφυδατωμένες, ασθενικές ελιές, που πέφτουν πρόωρα από τα λιόδενδρα. Δίνουν λίγο και κακής ποιότητας λάδι, που χρησιμοποιείται συνήθως για την παραγωγή σαπουνιού
Ετυμολογία: τουρκ. kurum = σωματείο
shareΤο κορμί, το ανάστημα του ανθρώπου
Ετυμολογία: τουρκ. kurutma = στεγνωμένο
shareΌργωμα του χωραφιού για να λιαστεί το χώμα, να ξεραθούν τα άγρια χόρτα και όλα τα ζιζάνια, ώστε μετά από βροχή ή τεχνητό βρέξιμο, να το σπείρουμε. Ο «κουρουτμάς» γίνεται για καλύτερη απόδοση του χωραφιού
Ετυμολογία: τουρκ. kurşun = μόλυβδος
shareΜέρος σφαίρας (πάνω από τον κάλυκα), βλήμα, βόλι
μτφ. Κάτι σκληρό
Η περίοδος κουρέματος των προβάτων. Γίνεται περί τα τέλη Μαΐου.
Οτιδήποτε βάζουν στο ψαράδικο δίχτυ για να επιπλέει, όπως φελλά, κολοκύθες, μπιτόνια, φελιζόλ κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΚομπόστα
Βρασμένες (μέχρι λιώσιμο) σταφίδες 3)μτφ. πολύ κουρασμένο άτομο
Ετυμολογία: τουρκ. koca = μεγάλος, τεράστιος
shareΣυντoμoγραφία του κοτζαμάν = Χρησιμοποιείται μπροστά από ουσιαστικά για να προσδώσει την έννοια του υπερβολικά μεγάλου, ογκώδους ή σημαντικού