κουπτσάς (ι)
  • Η κόπιτσα.

κουραδόμαγκας (ι)

Ετυμολογία: Κουράδι + μάγκας

  • Ψεύτικος, κάλπικος μάγκας

κουράκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Ανομβρία, ξηρασία, κακοχρονιά για τους αγρότες

    • -Φέτους έχουμι κουράκ'!
  2. Το υπερεξέχον τμήμα του προυργιού πουδοστάματος απ' όπου προσδένουν τη βάρκα

κουραμάς (ι)
  • Φόρος που πλήρωναν οι Έλληνες στους τούρκους για αποκτηθέντα εισοδήματα (κοινώς φόρος εισοδήματος).

κουραματζής (ι)
  • Ο φοροεισπράκτορας.

κουρασάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. horasan

  • Είδος συνδετικού κονιάματος (υλικά: ασβέστης, άμμος, τρίχα κατσίκας και κεραμίδι ψιλοκοπανισμένο)

κουραστάρ' (του)
  • Ξυλουργικό πριόνι το οποίο χειρίζονταν 2 άτομα και έσχιζαν τα σανίδια (τάβλες).

κουργκίζου

Ετυμολογία: μσν. κορδίζω < ιταλ. corda < λατιν. chorda & corda < ελλ . χορδή

  • Πειράζω, με τα λόγια μου ερεθίζω κάποιον, με σκοπό να διασκεδάσω από την αντίδρασή του

    • -Κουμμάκ' να τουν κουργκίγ(ι)ς αρχίζ' τσ' εν έχ' σταμακ'μό.
Επίσης:
κουργκίζουμι
  1. Καμαρώνω, υπερηφανεύομαι περισσότερο του δέοντος

  2. Γίνομαι αντικείμενο «δουλέματος» απ' τους άλλους

    • -Όσ' καβαλτσεύγας άλουγα για μ'λάρια κουργκζότασ'. Θαρούσας πως καβαλούσας Μιρσιντές για Κάντιλακ

    • -Εύκουλα κουργκίζιτι έιτουτους γ' άθρουπους
Επίσης:
κουρέλια νάχ'ς
  • Ύβρις γι'αυτόν που απορρίπτουμε, που δεν υπολογίζουμε τα λόγια του.

κουρζέτου (του)
  • Το διακοσμητικό ζωνάρι που βρίσκεται ολόγυρα στο πλεούμενο, πάνω από τις «μπάντις» και κάτω από της κουπαστής (βλ. λ.) το παραπέττο (βλ. λ.)

κουρκός (ι)
  • Ο κρόκος του αυγού

κουρκούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. Kürküt = θειάφι

  • Χοντραλεσμένο σιτάρι για την παρασκευή του τραχανού

κουρκουκιάζου
  • Σα να γεμίζει το μυαλό μου κουρκούτι δηλ. αποβλακώνομαι

    • -Κουρκουκιάνι = χάζεψε, αποβλακώθηκε
κουρκουμπίνια (τα)
  • Είδος γλυκού ταψιού

κουρμαδιά (η)
  • Το δένδρο χουρμαδιά

κουρμάρα (η)
  • Το μεγάλο κορμί

κουρμάς (ι)
  • Ο χουρμάς

κουρμπάτσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kırbaç = μαστίγιο

  • Αποκριάτικο παιχνίδι

κουρμπέτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. gurbet = ξενιτιά

  • Κακουχία, ταλαιπωρία

    • -Τράβξι κουρμπέτ ι κατσπουδιάρ'ς!

    • -Ήντου χρόνια στου κουρμπέτ, μεσ' τα παλιουκάραβα
κουρντίζου Βλέπε:
κουρντίζουμι Βλέπε:
κουρούδα (η)
  • Η κορούλα, η μικρή κόρη

κουρούκια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. kuru = ξηρό, στεγνό

  • Αφυδατωμένες, ασθενικές ελιές, που πέφτουν πρόωρα από τα λιόδενδρα. Δίνουν λίγο και κακής ποιότητας λάδι, που χρησιμοποιείται συνήθως για την παραγωγή σαπουνιού

    • -Μαζεύγαμι μπασιάκ, κουρούκ τσι βαλανίδ
κουρουκόλαδου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kuru = ξηρό, στεγνό

  • Λάδι από κουρούκια (βλ. λ.)

κουρούμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kurum = σωματείο

  • Το κορμί, το ανάστημα του ανθρώπου

    • -Κι άγαρμπου κουρούμ που έχ' μπε τούτους!
κούρους (ι)
  • Το κούρεμα

κουρουτμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kurutma = στεγνωμένο

  • Όργωμα του χωραφιού για να λιαστεί το χώμα, να ξεραθούν τα άγρια χόρτα και όλα τα ζιζάνια, ώστε μετά από βροχή ή τεχνητό βρέξιμο, να το σπείρουμε. Ο «κουρουτμάς» γίνεται για καλύτερη απόδοση του χωραφιού

    • -Ι Γιώργ'ς ποίτσι του χουράφι τ' κουρουτμά
κουρουψάλ'δου (του)
  • Ψαλίδι για το κούρεμα των ζώων

κουρσούν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kurşun = μόλυβδος

  1. Μέρος σφαίρας (πάνω από τον κάλυκα), βλήμα, βόλι

    • -Παναγιά μ' σα κουρσούν' έπισι απάνου μ'. (δηλ γρήγορα σαν βλήμα))
  2. μτφ. Κάτι σκληρό

    • - Εμ, ντα, τρουγώντι τούτα τα κ'τσιά; α κουρσούνια είνι!
κούρτα (τα)
  • Η περίοδος κουρέματος των προβάτων. Γίνεται περί τα τέλη Μαΐου.

    • -Πήγασ' σκ' μάντρα για τα κούρτα
κουρτζέλα (η)
  • Κωλοτούμπα

κουρτσέλ' (του)
  • Μικρό κορίτσι

κουρύφγια (τα)
  • Οτιδήποτε βάζουν στο ψαράδικο δίχτυ για να επιπλέει, όπως φελλά, κολοκύθες, μπιτόνια, φελιζόλ κ.τ.λ.)

κουρφιάς (ι)
  • Η γραμμή της στέγης

κουρφουλουγώ
  • Κόβω τις κορυφές των φυτών για να αναπτυχθούν τα πλαϊνά κλαδιά

κουσ'άρ' (του)
  • Εικοσάδραχμο

κουσ'αριά (η)
  • Εικοσάδα

    • -Καμιά κουσ'αριά πρόβατα
κουσ'άφ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Κομπόστα

  2. Βρασμένες (μέχρι λιώσιμο) σταφίδες 3)μτφ. πολύ κουρασμένο άτομο

    • -Γίντσι κουσ'άφ' = κουράστηκε πολύ
κούσ'μα (του)
  • Το ξύσιμο

    • -Κούσ'μα θέλ' = θέλει ξύσιμο
κουσ'νίζου
  • Κοσκινίζω

κουσιέβγου
  • Τρέχω

κουσκούσ' (του) Βλέπε:
κουσμέτ' (του) Βλέπε:
κουτ'λιά (η)
  • Κουτουλιά.

κουτ'λώ
  • Κουτουλώ, χτυπώ με το κεφάλι. Για ζώα: με τα κέρατα.

κούταβους (ι)
  • μεγεθυν. της λ. «κ'τάβ'»

κουταλίζου
  • Τρώγω

κουτβός (ι)
  • Ο μη αιχμηρός, χωρίς μύτη

    • -Κουτβή βιλόνα
κουτζάμ (άκλ.)

Ετυμολογία: τουρκ. koca = μεγάλος, τεράστιος

  • Συντoμoγραφία του κοτζαμάν = Χρησιμοποιείται μπροστά από ουσιαστικά για να προσδώσει την έννοια του υπερβολικά μεγάλου, ογκώδους ή σημαντικού

    • -Κουτζάμ άντρας τσ' ε μπουρεί να σ'κώσ' του τσ'βάλ';

    • -Κουτζάμ γάιδαρους τσι δέρν'ς τα μουρέλια; (επιτιμητικό)