κυρουβόλια (τα)
  • Μικρά κυλινδρικά καλαθάκια πλεγμένα με βούρλα, μέσα στα οποία έριχναν το φρεσκοπηγμένο τυρί για να στραγγίξει και να πάρει σχήμα (τυρί+βάλλω)

κύρτους (ι)

Ετυμολογία: αρχ. κύρτος

  • Στρογγυλό πλεχτό συρμάτινο καλάθι με μια τρύπα από τη μια πλευρά από όπου μπαίνουν τα ψάρια αλλά δεν μπορούν μετά να βγουν (τρόπος ψαρέματος)

κύφλα (η)
  • Τύφλα

    • -Ήντου κύφλα στου μιθίσ'!

    • -Παντρέφκα δυο φουρές. Κύφλα ι πρώτους, μούτζα τσι ι δεύτιρους = και οι δύο είχαν τα αρνητικά τους στοιχεία. Ακατάλληλοι και οι δύο
κύφλις νάχ'ς
  • Με χειρονομία ανοιχτής παλάμης:

κώλους (ι)
  • Ο κώλος

    • Φρ.: Ντα μουρμουρίζς α ντου παγουμένου κώλου; = Λες σαχλαμάρες, δεν έχουν νόημα τα λόγια σου

    • Φρ.: Τουν μπ'κών' απ' του κώλου τσ' απ' του στόμα = (τον μπουκώνει……) τον δελεάζει για να του κάνει όλα τα θελήματα, τον δωροδοκεί.

    • Φρ.: Πήγα να πω του πόνου μ' τσι μ' πιάσαν του κώλου μ'= Παράπονο αδικημένου που ενώ του έκαναν κακό του ζητάνε και τα ρέστα