κουτζαμπάις (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kocabaşı = δημογέροντας, μουχτάρης

  1. Κοτζαμπάσης= τοπικός, χριστιανός άρχοντας, αιρετός στην περίοδο της τουρκοκρατίας, δημογέροντας.

  2. μτφ. άνθρωπος αυταρχικός

κουτζάμπικιαρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ο άγαμος σε μεγάλη ηλικία άνδρας

κούτζμα πρόβατα (τα)
  • Πρόβατα με μικρά αυτιά

κούτιλου (του)

Ετυμολογία: μσν. κούτελον < μτγν. κότυλον < αρχ. κότυλος < κοτύλη (= δοχείο, κοιλότητα)

  • Το μέτωπο

    • -Καλά τσι του τσιρατέλ' τίλια ήβγι πα στι κουκαλιάρ' του κούτιλου;
κούτλιου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο χωρίς κέρατα.

κουτόρα (η)
  • Αφελής, χαζή, αφηρημένη

    • -Ντα λέγατι, βρη, μι κ' κουτόρα κ' Μαριγώ;

    • -Τιμιλί κουτόρα είσι!. Ξέχασις, μαθέ, πως είχαμι λ'τουργιά;
κουτουζούμ (του)
  • Ζωμός από κότα

κουτούκα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. kütük

  1. Χοντρό ακατέργαστο ξύλο

  2. μτφ. εύσωμη γυναίκα

  3. κουτός άνθρωπος

    • -Τίλια να χουρέσ' φκή η κουτούκα μεσ' του ντάμ;
κουτουράδα (η)
  1. Απερισκεψία, άστοχη και άσκοπη πράξη

  2. Περίπου, πάνω - κάτω (όχι ακριβής ποσότητα)

  3. Η κατ' αποκοπή ανάληψη μιας δουλειάς.

κουτουρού (στα)

Ετυμολογία: τουρκ. götürü = χονδρικά, συνολικά, όπως είναι

  • Στα κουτουρού = χωρίς προηγούμενο υπολογισμό ή προγραμματισμό, κατ' αποκοπή, στην τύχη

    • -Κ' μπήρι κη δ'λειά στα κουτουρού!
κουτούτς (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kütük = κούτσουρο, κορμός, μτφ. άξεστος, αδιάκριτος

  1. Χοντρό ξύλο για τη φωτιά, κούτσουρο.

  2. μτφ. άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο

  3. ταβέρνα (κουτούκι)

κουτραμπατζής (ι)

Ετυμολογία: ιταλ. contrabbandiere

  • Κοντραμπατζής, λαθρέμπορος

κουτρούλ'ς (ι)
  • Κοντοκουρεμένος ή φαλακρός

κούτρουλας (ι)
  • Κουμάρι ή σταμνί που του λείπουν (έχουν σπάσει) τα χέρια και το στόμιο

Επίσης:
κουτρούπ' (του)
  • Πήλινο στενόμακρο δοχείο μικρού μεγέθους για γλυκά και άλλα τρόφιμα (αρχ. κορύππιον - κουρούπι - κουτρούπ)

κουτρουπέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «κουτρούπ'»

κούτρους (ι)
  1. Σπασμένο λαγήνι

    • -Πού είνι μπε ι κούτρους;

    • -Να έινα χάμ τσείτι.

    • -Γέμσι του κούτρου γάλα τσι πήγινί τουν σκη τσιαρά.
  2. Κουρεμένος γουλί (βλ. και λ. «μπόλκα»)

κουτσ'λιά (η)
  • Κουτσουλιά

    • μτφ.:Πιάσ' κη' κουτσ'λιά τ'= τώρα, πάει, έφυγε, δεν μπορείς να τον βρεις.
Επίσης:
κουτσ'νάδα (η)
  1. Κοκκινίλα (κόκκινο στίγμα)

  2. Παπαρούνα

κουτσ'ναδόπ'τα (η)
  • Πίτα από το φυτό παπαρούνα

κουτσ'νάτου πρόβατου (του)
  • Το κοκκινωπό πρόβατο

κουτσ'νίζου
  • Κοκκινίζω

κουτσ'νόβακλιου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με καφέ γύρω από τα μάτια και το κεφάλι γενικά

κουτσ'νόκουλας (ι)

Ετυμολογία: κόκκινος + κώλος

  • Είδος μικροπιθήκου με κόκκινο πισινό, εξού και το σύνθετο

κουτσ'νόμαλλου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με κόκκινα νώτα

κουτσ'νόρ'ζα (η)
  • Κοκκινόριζα, παντζάρι

κουτσ'νουβουλ'σμένου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με κόκκινες βούλες

κουτσ'ούκς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. küçük

  • Κοντός, μικροκαμωμένος

κούτσα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Κούκλα

  2. Κουβάρι νήματος

  3. Η μαζεμένη σε σχήμα θηλιάς βαμβακερή κλωστή

κουτσαίρνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Προσαρτώ, κρεμώ, βάζω πάνω μου

Επίσης:
κουτσάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Μίσχος φύλλου ή άνθους ή καρπού

κουτσάρου Βλέπε:
κουτσίλα Βλέπε:
κούτσκου (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Το πολύ μικρό και αγαπημένο

  2. Το κουκούτσι

κουτσκούδα (η)
  1. Ξύλο με χοντρή άκρη, ξύλινο ραβδί, ρόπαλο

    • -Σ'κών' κ' κουτσκούδα τσι τ' φέρν' μια κατάκουρφα τσι τ' άνξι μια τρύπα ίσαμι δίδραχμου
  2. μτφ. Κεφάλι

    • -Ας δώσου μια πα σκ' κουτσκούδα σ'!
κουτσλιά (ι) Βλέπε:
κουτσνόβακλιου πρόβατου
  • Βάκλιου (βλ. λ.) με κοκκινωπούς κύκλους γύρω από τα μάτια.

κουτσνουφασλάτου πρόβατου
  • βλ. λ. «φασλάτου»

κουτσο
  1. Τίθεται ως α'συνθετικό και δηλώνει το λίγο, σιγά (κουτσοπίνω = πίνω σιγά - σιγά)

  2. Παιδικό παιχνίδι

κουτσουνάτους (ι)
  • Κοτσονάτος

    • -Κουτσουνάτους γέρους!
κουτσουρεύου
  1. Κόβω τα κλαδιά δένδρου

  2. μτφ. περικόπτω ένα κείμενο

κούτσουρου (του)
  1. Κορμός δένδρου με κομμένα τα κλαδιά του

  2. μτφ. βλάκας, άξεστος, τελείως αδιάβαστος (για μαθητές)

Κουτσουφλέβαρους (ι)
  • Ο μήνας Φεβρουάριος (επειδή έχει λιγότερες μέρες)

κουτσύφ' (του)
  • Ο κότσυφας, το κοτσύφι

κουφίν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. küfe

  • Το κοφίνι

κουφνέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «κουφίν'»

κουχλιός (ι)

Ετυμολογία: μσν.κοχλιός

  • Κοχύλι

κουχύλ' (του)
  • Το κοχύλι της θάλασσας

κουχύλα (η)
  • Τηλεβόας από μεγάλο κοχύλι, μπουρού