Ετυμολογία: τουρκ. kocabaşı = δημογέροντας, μουχτάρης
shareΚοτζαμπάσης= τοπικός, χριστιανός άρχοντας, αιρετός στην περίοδο της τουρκοκρατίας, δημογέροντας.
μτφ. άνθρωπος αυταρχικός
Ετυμολογία: μσν. κούτελον < μτγν. κότυλον < αρχ. κότυλος < κοτύλη (= δοχείο, κοιλότητα)
shareΤο μέτωπο
Αφελής, χαζή, αφηρημένη
Ετυμολογία: τουρκ. kütük
shareΧοντρό ακατέργαστο ξύλο
μτφ. εύσωμη γυναίκα
κουτός άνθρωπος
Απερισκεψία, άστοχη και άσκοπη πράξη
Περίπου, πάνω - κάτω (όχι ακριβής ποσότητα)
Η κατ' αποκοπή ανάληψη μιας δουλειάς.
Ετυμολογία: τουρκ. götürü = χονδρικά, συνολικά, όπως είναι
shareΣτα κουτουρού = χωρίς προηγούμενο υπολογισμό ή προγραμματισμό, κατ' αποκοπή, στην τύχη
Ετυμολογία: τουρκ. kütük = κούτσουρο, κορμός, μτφ. άξεστος, αδιάκριτος
shareΧοντρό ξύλο για τη φωτιά, κούτσουρο.
μτφ. άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο
ταβέρνα (κουτούκι)
Πήλινο στενόμακρο δοχείο μικρού μεγέθους για γλυκά και άλλα τρόφιμα (αρχ. κορύππιον - κουρούπι - κουτρούπ)
Σπασμένο λαγήνι
Κουρεμένος γουλί (βλ. και λ. «μπόλκα»)
Ετυμολογία: κόκκινος + κώλος
shareΕίδος μικροπιθήκου με κόκκινο πισινό, εξού και το σύνθετο
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΚούκλα
Κουβάρι νήματος
Η μαζεμένη σε σχήμα θηλιάς βαμβακερή κλωστή
Ξύλο με χοντρή άκρη, ξύλινο ραβδί, ρόπαλο
μτφ. Κεφάλι
Τίθεται ως α'συνθετικό και δηλώνει το λίγο, σιγά (κουτσοπίνω = πίνω σιγά - σιγά)
Παιδικό παιχνίδι
Κορμός δένδρου με κομμένα τα κλαδιά του
μτφ. βλάκας, άξεστος, τελείως αδιάβαστος (για μαθητές)