Πλήθος, σωρός, ποσότητα, σωματική κατάσταση
Μεγάλα κουδούνια προβάτων. Ορτάδες ή Καμπάδες ανάλογα με το μέγεθος και το σχήμα τους
Κάνω κουμάντο, έχω υπό τον έλεγχό μου
Ετυμολογία: τουρκ. kumaş = μτφ. οι ιδιότητες ή το υλικό που αποτελούν την οντότητα και την προσωπικότητα
shareΚουμάσι, κοτέτσι.
μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, πρόστυχος, παλιάνθρωπος
Τινάζω
μτφ. πεθαίνω
Πετάγομαι
Πηγαίνω κάπου γρήγορα
Σκόνη βαφής με την οποία οι παλιές γυναίκες έβαφαν το πρόσωπο και τα νύχια τους, συνήθως στο γάμο. Βγαίνει από λειχήνες βράχων
Ετυμολογία: τουρκ. kusur = έλλειψη, μειονέκτημα, αναπηρία
shareΚουσούρι=ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια
μτφ. το παιχνιδιάρικο και άτακτο παιδί.
Ετυμολογία: αρχ. σκυτάλη
shareΚουτάλα=μεγάλο κουτάλι
Η ωμοπλάτη
Κουτσαίνω
Επεξεργάζομαι (γνέθω) το μαλλί
Κουκί