Βρέθηκε το λήμμα
κουργκίζου

Ετυμολογία: μσν. κορδίζω < ιταλ. corda < λατιν. chorda & corda < ελλ . χορδή

  • Πειράζω, με τα λόγια μου ερεθίζω κάποιον, με σκοπό να διασκεδάσω από την αντίδρασή του

    • -Κουμμάκ' να τουν κουργκίγ(ι)ς αρχίζ' τσ' εν έχ' σταμακ'μό.
Σχετικές λέξεις
κουρντίζου