Βρέθηκε το λήμμα
κουργκίζουμι
  1. Καμαρώνω, υπερηφανεύομαι περισσότερο του δέοντος

  2. Γίνομαι αντικείμενο «δουλέματος» απ' τους άλλους

    • -Όσ' καβαλτσεύγας άλουγα για μ'λάρια κουργκζότασ'. Θαρούσας πως καβαλούσας Μιρσιντές για Κάντιλακ

    • -Εύκουλα κουργκίζιτι έιτουτους γ' άθρουπους
Σχετικές λέξεις
κουρντίζουμι