Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Καμαρώνω, υπερηφανεύομαι περισσότερο του δέοντος
Γίνομαι αντικείμενο «δουλέματος» απ' τους άλλους