Βρέθηκε το λήμμα
κουτζάμ (άκλ.)

Ετυμολογία: τουρκ. koca = μεγάλος, τεράστιος

  • Συντoμoγραφία του κοτζαμάν = Χρησιμοποιείται μπροστά από ουσιαστικά για να προσδώσει την έννοια του υπερβολικά μεγάλου, ογκώδους ή σημαντικού

    • -Κουτζάμ άντρας τσ' ε μπουρεί να σ'κώσ' του τσ'βάλ';

    • -Κουτζάμ γάιδαρους τσι δέρν'ς τα μουρέλια; (επιτιμητικό)