Βρέθηκε το λήμμα
κουρουτμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kurutma = στεγνωμένο

  • Όργωμα του χωραφιού για να λιαστεί το χώμα, να ξεραθούν τα άγρια χόρτα και όλα τα ζιζάνια, ώστε μετά από βροχή ή τεχνητό βρέξιμο, να το σπείρουμε. Ο «κουρουτμάς» γίνεται για καλύτερη απόδοση του χωραφιού

    • -Ι Γιώργ'ς ποίτσι του χουράφι τ' κουρουτμά