Βρέθηκε το λήμμα
κουρούμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kurum = σωματείο

  • Το κορμί, το ανάστημα του ανθρώπου

    • -Κι άγαρμπου κουρούμ που έχ' μπε τούτους!