Βρέθηκε το λήμμα
κουσ'άφ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Κομπόστα

  2. Βρασμένες (μέχρι λιώσιμο) σταφίδες 3)μτφ. πολύ κουρασμένο άτομο

    • -Γίντσι κουσ'άφ' = κουράστηκε πολύ