Βρέθηκε το λήμμα
χουσμέτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hizmet = υπηρεσία

  • Εκδούλευση, εξυπηρέτηση, το θέλημα

    • -Να πηγαίν'ς τσι στα χουσμέτια να κ' ανιφδάς κουμμάκ'
Σχετικές λέξεις
κουζμέτια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. hızmet = υπηρεσία

κουσμέτ' (του)