Βρέθηκε το λήμμα
κουρμπέτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. gurbet = ξενιτιά

  • Κακουχία, ταλαιπωρία

    • -Τράβξι κουρμπέτ ι κατσπουδιάρ'ς!

    • -Ήντου χρόνια στου κουρμπέτ, μεσ' τα παλιουκάραβα