Βρέθηκε το λήμμα
κουρούκια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. kuru = ξηρό, στεγνό

  • Αφυδατωμένες, ασθενικές ελιές, που πέφτουν πρόωρα από τα λιόδενδρα. Δίνουν λίγο και κακής ποιότητας λάδι, που χρησιμοποιείται συνήθως για την παραγωγή σαπουνιού

    • -Μαζεύγαμι μπασιάκ, κουρούκ τσι βαλανίδ