Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kuru = ξηρό, στεγνό
Αφυδατωμένες, ασθενικές ελιές, που πέφτουν πρόωρα από τα λιόδενδρα. Δίνουν λίγο και κακής ποιότητας λάδι, που χρησιμοποιείται συνήθως για την παραγωγή σαπουνιού