Βρέθηκε το λήμμα
κουρκουκιάζου
  • Σα να γεμίζει το μυαλό μου κουρκούτι δηλ. αποβλακώνομαι

    • -Κουρκουκιάνι = χάζεψε, αποβλακώθηκε