Η ατονία, η έλλειψη δύναμης
Το εικοσάδραχμο. Λέξη που τη χρησιμοποιούσαν οι χαρτοπαίχτες του χωριού. (5 κουμαντάρια = 5 εικοσάδραχμα)
Κομμάτι, λίγο
Μικρό κομμάτι, λίγο
Ετυμολογία: ιταλ.
shareΣύνολο εφοδίων και τροφών που παίρνει κανείς μαζί του όταν σκοπεύει να φάει εκτός σπιτιού
Ετυμολογία: τουρκ. kumsal = αμμώδες
shareΑφράτο χώμα, αμμουδερό, ανακατεμένο με διάφορα υλικά και μη αποδοτικό. Αδύναμο χωράφι
Ετυμολογία: τουρκ. konak = μεγαλοπρεπής κατοικία, κατάλυμα, χώρος διανυκτέρευσης στο ταξίδι
shareΜέρος όπου κρατούσαν τα ζώα που έκαναν αγροζημίες μέχρι να πάει ο ιδιοκτήτης να πληρώσει τη ζημιά και να τα αποφυλακίσει
Ετυμολογία: τουρκ. konuşmak = ομιλώ
shareΆνθρωπος της παρέας, ευχάριστος στη συντροφιά
Κομμένο δένδρο που είχε γίνει η επεξεργασία του για να κοπεί σε καδρόνια, σανίδες ή μουραλιάνες
Ως α'συνθ. προσδίδει στο β' συνθετικό διάφορες σημασίες, π.χ. κουντουχουριανός = ο απ' το πλησίον ευρισκόμενο χωριό καταγόμενος κ.τ.λ.
Ετυμολογία: τουρκ. kudurmak
shareΔυναμώνω, φουντώνω, αφηνιάζω, θορυβώ υπερβαίνοντας τα όρια, χαλώ κόσμο
Ετυμολογία: τουρκ. kudurmak
shareΓια τον άνθρωπο : φουντωμένος, αφηνιασμένος
Ετυμολογία: κοντός + στούμπης < όψιμο μσν. στούμπος (= κόπανος)
shareΚοντός στο ανάστημα
Η επισκαλμίς, η πάνω οριζόντια τάβλα που βρίσκεται ολόγυρα στη βάρκα, καρφωμένη πάνω στο «παραπέττου» (βλ. λ)
Γενικότερα κάθε είδος προστατευτικού κιγκλιδώματος (π.χ. σε σκάλα, μπαλκόνι)