κουμάδα (η)
  • Η ατονία, η έλλειψη δύναμης

    • -Τουν ήβραν πάλι οι κουμάδις τσ' ε μπορεί να πάρ' τα πουδάρια τ'!
κουμαντάρ (του)
  • Το εικοσάδραχμο. Λέξη που τη χρησιμοποιούσαν οι χαρτοπαίχτες του χωριού. (5 κουμαντάρια = 5 εικοσάδραχμα)

κουμάρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kumar

  • Η χαρτοπαιξία, ο τζόγος

κουμαρίσιοι μανίτις (οι)
  • Μανιτάρια που φυτρώνουν σε κουμαριές (κουμαρουμανίτις)

κουμαρτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kumarcı

  • Τζογαδόρος

κουμλού

Ετυμολογία: τουρκ. kumlu = με άμμο

  • Μίγμα άμμου με ασβέστη

κουμμάκ' (επίρρ.)
  • Κομμάτι, λίγο

    • -Κουμμάκ' νιρό = λίγο νερό

    • -Να ξικουραστώ τσι να τσμηθώ κουμμάκ'

    • -Άσι μπε να βρέξ' κουμμάκ', μη του γουρσουζεύγ'ς, είχαμι ξιραθεί για τα καλά

    • -Τιλιώσ'τι γλήγουρα τσ' ύστιρα λούτι να φάμι κουμμάκ' πουκαθούρα. Γω α μπήξου. Έχου τσι κουμμάκ' τσίπα κρακ'μέν'
κουμματέλ'
  • Μικρό κομμάτι, λίγο

    • -Μπρε δε ντριπόστι κουμματέλ' να μας πιριπαίζιτι, γριές γ'ναίτσις;. Άμα θέλιτι να γιλάστι αμέτι αλάργα, κατιβάστι τα βρατσιά σας τσι γιλάστι όσου θέλιτι, παλιουμπαστάρκα!
κουμούλ' (του)

Ετυμολογία: λατιν. λ.

  • Μικρός σωρός, στοίβα

κουμπάνια (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Σύνολο εφοδίων και τροφών που παίρνει κανείς μαζί του όταν σκοπεύει να φάει εκτός σπιτιού

κουμπάσο (του)
  • Διαβήτης

κουμπάτ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ

  • Ο άνθρωπος που δεν έχει λεπτούς τρόπους

κουμπουλουγιέλ' (του)
  • Μικρό κομπολόι

κουμπώνου
  • Γεύομαι κάτι πρωτοφανήσιμο ή σπάνιο

    • -Φέτους ένι κούμπουσα σύκου ακόμα!
κουμσ'άλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kumsal = αμμώδες

  • Αφράτο χώμα, αμμουδερό, ανακατεμένο με διάφορα υλικά και μη αποδοτικό. Αδύναμο χωράφι

    • -Κουμσ'άλκου χουράφ'!
κουνάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. konak = μεγαλοπρεπής κατοικία, κατάλυμα, χώρος διανυκτέρευσης στο ταξίδι

  • Μέρος όπου κρατούσαν τα ζώα που έκαναν αγροζημίες μέχρι να πάει ο ιδιοκτήτης να πληρώσει τη ζημιά και να τα αποφυλακίσει

κουνουσλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. konuşmak = ομιλώ

  • Άνθρωπος της παρέας, ευχάριστος στη συντροφιά

κουνουσλούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. konuşmak = ομιλώ

  • Συναναστροφή

κουνουστίζου

Ετυμολογία: τουρκ. konuşmak = ομιλώ

  • Συναναστρέφομαι

κουντίλ' (του)
  • Κομμένο δένδρο που είχε γίνει η επεξεργασία του για να κοπεί σε καδρόνια, σανίδες ή μουραλιάνες

κουντο -κουντου
  • Ως α'συνθ. προσδίδει στο β' συνθετικό διάφορες σημασίες, π.χ. κουντουχουριανός = ο απ' το πλησίον ευρισκόμενο χωριό καταγόμενος κ.τ.λ.

    • -Φρ: -Τουν έβαλα στου κουντό = Άρχισα να τον κυνηγώ
κουντόγιμους (ι)
  • Ο σχεδόν γεμάτος

    • -Κουντόγιμους τινικές μι λάδ'
κουντουγούν' (του)

Ετυμολογία: κοντό + γούνα

  • Κοντό παλτό

κουντουπ'θαμήκς (ι)
  • Κοντός άνθρωπος (του ύψους μιας κοντής πιθαμής)

κουντουπίθαρους (ι)
  • Ο μικροκαμωμένος

κουντουράδ'κου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kundura = παπούτσι

  • Το πρόβατο με κοντή ουρά

κουντουργκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kudurmak

  • Δυναμώνω, φουντώνω, αφηνιάζω, θορυβώ υπερβαίνοντας τα όρια, χαλώ κόσμο

Επίσης:
κουντουρίδια (τα)
  • Χαρούπια (οι καρποί της χαρουπιάς)

κουντουρντ'σμένους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kudurmak

  • Για τον άνθρωπο : φουντωμένος, αφηνιασμένος

κουντουρντίζου Βλέπε:
κουντουρούπ'ς (ι)
  • Κοντός, μικροκαμωμένος

κούντουρους ή κουντουράς (ι)
  • Ο χωρίς ή με κοντή ουρά

κουντουσάλαγου πρόβατου
  • Με μικρά πόδια

κουντουστούπ'ς (ι)

Ετυμολογία: κοντός + στούμπης < όψιμο μσν. στούμπος (= κόπανος)

  • Κοντός στο ανάστημα

κουντουχουριανός (ι)
  • Ο απ' το πλησίον ευρισκόμενο χωριό καταγόμενος

κουντύλ' (του)
  1. Μολύβι, γραφίδα για πλάκα

  2. Ποσό δαπάνης

    • -Μιγάλου κουντύλ'!
κουπακέλ' (του)
  • Μικρή κούπα

κουπανιά (Μια)
  • Μια κι έξω, απότομα

    • -Μια κουπανιά πιτάχτσι μπρουστά μ'
κουπανίδα (η)
  • Ο γυρίνος (το νεογνό βατράχι που δεν έχει ακόμα πόδια)

κουπαστή (η)
  1. Η επισκαλμίς, η πάνω οριζόντια τάβλα που βρίσκεται ολόγυρα στη βάρκα, καρφωμένη πάνω στο «παραπέττου» (βλ. λ)

  2. Γενικότερα κάθε είδος προστατευτικού κιγκλιδώματος (π.χ. σε σκάλα, μπαλκόνι)

κουπιάζου
  • Πλησιάζω, έρχομαι

    • -Κουπιάστι να μας χιριτίστι!
κουπιλάρ' (του)
  • Αγόρι

κουπιλαρέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «κουπιλάρ'»

κουπιλδέλ' (του)
  • Μικρό κορίτσι

κουπιλούδ' (του)
  • Μικρό κορίτσι

    • - Κουτσίν'σι του κουπιλούδ' α ντουμάτα χουρίς φλούδ'
κουπιλούδα (η)
  • Κοπέλα, κορίτσι

κουπούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kopuk

  • Αλητόβιος, χαμένο κορμί

κουπριά (η)
  • Η κοπριά

κουπρόσ'λου (του)
  1. Το κοπρόσκυλο, το αδέσποτο σκυλί

  2. μτφ.ο αλήτης άνθρωπος

κουπρουσ'λιάζου
  • Αλητεύω, γυρίζω από δω και από κει άσκοπα σαν το αδέσποτο σκυλί