Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kurşun = μόλυβδος
Μέρος σφαίρας (πάνω από τον κάλυκα), βλήμα, βόλι
μτφ. Κάτι σκληρό