Βρέθηκε το λήμμα
κουρσούν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kurşun = μόλυβδος

  1. Μέρος σφαίρας (πάνω από τον κάλυκα), βλήμα, βόλι

    • -Παναγιά μ' σα κουρσούν' έπισι απάνου μ'. (δηλ γρήγορα σαν βλήμα))
  2. μτφ. Κάτι σκληρό

    • - Εμ, ντα, τρουγώντι τούτα τα κ'τσιά; α κουρσούνια είνι!