Βρέθηκε το λήμμα
κουράκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Ανομβρία, ξηρασία, κακοχρονιά για τους αγρότες

    • -Φέτους έχουμι κουράκ'!
  2. Το υπερεξέχον τμήμα του προυργιού πουδοστάματος απ' όπου προσδένουν τη βάρκα