τσανακτσίδις (οι)

Ετυμολογία: τουρκ. çanakçı

  • Οι πωλητές τσανακιών

τσαντίλα (ι)
  • Λεπτό ύφασμα για το σούρωμα του γάλακτος

τσαούσ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çavuş

  • Αξίωμα τουρκικού στρατού, επικεφαλής μικρής ομάδας στρατιωτών

τσαπατζής (ι)

Ετυμολογία: από το τουρκ. çapa. Η κατάληξη «-τζής» δηλώνει ασχολία με….. (π.χ. παλιατζής κ.τ.λ.

  • Σκαφτιάς, σκαπανέας

τσαπράζ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Το πριόνι που τα δόντια του αποκλίνουν μερικά χιλιοστά αριστερά και άλλα δεξιά ώστε να διευκολύνεται το πριόνισμα

τσαρβούλια (τα)
  • Πλεκτές παντόφλες για τον εσωτερικό χώρο του σπιτιού

τσαρντάκα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Σκιάδα με χόρτα, φύλλα ή καλάμια, πρόχειρο κατάλυμα

τσαρούδα (η)
  • υποκορ. της λ. «τσαρά -κυρά»

τσαρπαλαγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. çarpmak = αποκρούω

  • Αντιδρώ, δεν αποδέχομαι κάτι

τσαρπτίζου

Ετυμολογία: τουρκ. çarpmak = αποκρούω

  • Πείραγμα με λόγια, δίνω αφορμή

    • -Τουν τσάρπτσα γω αλλά φτός έκανι πως εν άκγι
τσαρσί (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πιάτσα, αγορά, καφενεία

τσατάλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. çatal = διχαλωτό ξύλο

  1. Διχαλωτό ξύλο-ραβδί από το ένα άκρο-που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετακίνηση χόρτου

  2. Τρόπος να καβαλάς ένα ζώο (βλ. και λ. «τσιατάλια»)

τσατίζου

Ετυμολογία: τουρκ. çatmak = συγκρούομαι

  • Συναντώ, ανταμώνω

    • -Τουν τσάτ'σα μες του καφινέ τ' Μιλιήμ!
τσατμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çatma = σκελετός

  1. Τοίχος με σκελετό από ξύλινες πήχες και λάσπη που χωρίζει τα δωμάτια στο εσωτερικό του σπιτιού.

  2. μτφ. σπόντα, καρφί στη φράση:

    • -Τουν πέταξι του τσατμά τ' = πέταξε το καρφί του

    • -Τούτου ήντου τσατμάς για μας!
τσείν' (αντων.)
  • Εκείνη

τσείνου (αντων.)
  • Εκείνο

    • -Τσείνου πλια ε ντου πιρίμινα = Εκέινο (αυτό) πια δεν το περίμενα
τσείνουνας (αντων.)
  • Εκείνος

τσείνους (αντων.)
  • Εκείνος

τσείτουμι

Ετυμολογία: κείμαι

  • Βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, ξαπλώνω

    • -Πού είνι μπε ι κούτρους;

    • -Να έινα χάμ τσείτι.

    • -Τστόντας ούλ' ανάστσιλα = ήταν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα
τσέφαλους (ι)
  • Το μεγάλο κεφάλι

    • -Βρουμουτσέφαλι! = επιτιμητικό
τσήπους (ι)
  • Κήπος

    • -Τσήπους τσι μακρύς γιαλός, τσ' Μυτιλήν'ς μας γι' αφαλός
τσι
  • Και

τσι και φαίνε
  • Βόλτες ενός ατόμου για επίδειξη

τσιάκ
  • Μέχρι

    • -Γι φουνές ακγιόντα'ς απ' του Σκουρδαλό τσιάκ στα Ψήνια
τσιαλιστέβου
  • Προσπαθώ, ασχολούμαι με κάτι

τσιαρές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çare

  • Τρόπος, λύση

    • -Γίνιτι τσιαρές = Είναι κάτι που διορθώνεται, που μπορεί να φτιαχτεί.

    • -Έχ'ς κανέ τσιαρέ να του μπαλώσουμι, να μη του πιτάξου;
τσιατάλια (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. çatal = διχαλωτός πάσσαλος

  • Καβάλα σε ζώο με τα πόδια ανοιχτά

    • -Καβαλίτσιβγα τσιατάλια, πανουσάμαρα τσι γιουρούντζα για του κάμπου
τσιατλάριμ - πατλάριμ

Ετυμολογία: τουρκ. çatlarım - patlarım = ραγίζω - σκάω

  • Φρ.: μη του κάν'ς γιακί για τσιατλάριμ για πατλάριμ = μη συνεχίσεις. Είναι η τελευταία προειδοποίηση. Μετά θα έχεις συνέπειες

τσιαχκίζου
  • Αστοχώ

τσίβα (η) Βλέπε:
τσιβδίζου
  • Δεν μιλώ καθαρά, τραυλίζω

τσιβδός (ι)
  • Ο τραυλός

τσίγαρα (τα)
  • Τροφή που γίνεται από την αποβουτυρωμένη τσίπα του γάλακτος και τηγανίζεται μαζί με αλεύρι. Γίνεται σαν κρέμα και αλείφεται στο ψωμί. Στην Άντισσα λέγεται «Μαρδάς» και στα Χύδηρα «Χλέντζα».

τσιγινές Βλέπε:
τσιγκινές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çıngene

  • Ο τσιγκούνης

    • -Είνι φτος ένας τσιγκινές!!. Ούτι στουν άγιου εν ανάβγ τσιρί!
Επίσης:
τσιζβές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. cezve

  • Μπρίκι του καφέ

τσιζβιδέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «τσιζβές»

τσιζμέδια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Υποδήματα μέχρι το γόνατο (τα φορούσαν κυρίως οι χωροφύλακες και οι κυνηγοί)

τσικίμ (του)
  • Η σειρά ή η ποσότητα εργασίας που αναλογεί σε κάποιον

    • -Γω μια φουρά έβγαλα του τσικίμι μ'
τσίλα (η)
  • Η ευκοιλιότητα

τσιλιάδιασμα (του)
  • Πάτημα με το μυστρί (του σοβά ή της λάσπης τσιμέντου)

τσιλίκ' - τσιμάκ'

Ετυμολογία: τουρκ. çelık

  • Παιδικό παιχνίδι με ξυλαράκια (με το μεγάλο ξύλο χτυπάς το μικρό, αφού το κάνεις να αναπηδήσει)

τσιλίκ' - τσουμάκ' (του)
  • βλ. λ. «τσιλίκ' -τσιμάκ'»

τσιλίκ' (του)
  • Ξύλο σαν μολύβι, ξυμένο και από τις 2 άκρες

τσιλιμπέκ' (του)
  • Ο λόξιγκας

τσιλιπσιέδις (οι)

Ετυμολογία: τουρκ. kelepçe

  • Χειροπέδες

τσίλισμα (του) Βλέπε:
τσιμάκ' (του)
  • Ράβδος, χοντρή βέργα

τσιμπέρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. çember

  1. Μαντίλι συνήθως χρώματος μαύρου, από λεπτό ύφασμα που φορούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες

    • -Φνίτσις, τσιμπέρια, ανιμάκια τσ' άλλα πουλλά
  2. Επί ζώων: λεπτό κάλυμμα πάχους (γλίνας) που περιβάλλει τα έντερα γνωστό ως «μπόλια»

Επίσης: