Ετυμολογία: τουρκ. çavuş
shareΑξίωμα τουρκικού στρατού, επικεφαλής μικρής ομάδας στρατιωτών
Ετυμολογία: από το τουρκ. çapa. Η κατάληξη «-τζής» δηλώνει ασχολία με….. (π.χ. παλιατζής κ.τ.λ.
shareΣκαφτιάς, σκαπανέας
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΤο πριόνι που τα δόντια του αποκλίνουν μερικά χιλιοστά αριστερά και άλλα δεξιά ώστε να διευκολύνεται το πριόνισμα
Ετυμολογία: τουρκ. çarpmak = αποκρούω
shareΠείραγμα με λόγια, δίνω αφορμή
Ετυμολογία: τουρκ. çatal = διχαλωτό ξύλο
shareΔιχαλωτό ξύλο-ραβδί από το ένα άκρο-που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετακίνηση χόρτου
Τρόπος να καβαλάς ένα ζώο (βλ. και λ. «τσιατάλια»)
Ετυμολογία: τουρκ. çatmak = συγκρούομαι
shareΣυναντώ, ανταμώνω
Ετυμολογία: τουρκ. çatma = σκελετός
shareΤοίχος με σκελετό από ξύλινες πήχες και λάσπη που χωρίζει τα δωμάτια στο εσωτερικό του σπιτιού.
μτφ. σπόντα, καρφί στη φράση:
Ετυμολογία: κείμαι
shareΒρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, ξαπλώνω
Ετυμολογία: τουρκ. çare
shareΤρόπος, λύση
Ετυμολογία: τουρκ. çatal = διχαλωτός πάσσαλος
shareΚαβάλα σε ζώο με τα πόδια ανοιχτά
Ετυμολογία: τουρκ. çatlarım - patlarım = ραγίζω - σκάω
shareΦρ.: μη του κάν'ς γιακί για τσιατλάριμ για πατλάριμ = μη συνεχίσεις. Είναι η τελευταία προειδοποίηση. Μετά θα έχεις συνέπειες
Τροφή που γίνεται από την αποβουτυρωμένη τσίπα του γάλακτος και τηγανίζεται μαζί με αλεύρι. Γίνεται σαν κρέμα και αλείφεται στο ψωμί. Στην Άντισσα λέγεται «Μαρδάς» και στα Χύδηρα «Χλέντζα».
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΥποδήματα μέχρι το γόνατο (τα φορούσαν κυρίως οι χωροφύλακες και οι κυνηγοί)
Η σειρά ή η ποσότητα εργασίας που αναλογεί σε κάποιον
Ετυμολογία: τουρκ. çelık
shareΠαιδικό παιχνίδι με ξυλαράκια (με το μεγάλο ξύλο χτυπάς το μικρό, αφού το κάνεις να αναπηδήσει)