Βρέθηκε το λήμμα
τσατμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çatma = σκελετός

  1. Τοίχος με σκελετό από ξύλινες πήχες και λάσπη που χωρίζει τα δωμάτια στο εσωτερικό του σπιτιού.

  2. μτφ. σπόντα, καρφί στη φράση:

    • -Τουν πέταξι του τσατμά τ' = πέταξε το καρφί του

    • -Τούτου ήντου τσατμάς για μας!